- ωτοκαταξις
- ὠτοκάταξιςὠτο-κάταξις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὠτοκάταξις — a boxer with thick fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτοκάταξις — άξιδος, ὁ, Α (για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ις, ιδος] … Dictionary of Greek
ὠτοκατάξιδες — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτοκάταξιν — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτοθλαδίας — και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + θλαδίας* (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)] … Dictionary of Greek
ωτοκαταξίας — ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek